φιγουράτος

φιγουράτος
η , ο эффектный, впечатляющий; красивый

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "φιγουράτος" в других словарях:

  • φιγουράτος — η, ο, Ν αυτός που εντυπωσιάζει με την εμφάνισή του. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιγούρα + κατάλ. άτος (πρβλ. λουλουδ άτος)] …   Dictionary of Greek

  • φιγουράτος — η, ο 1. αυτός που κάνει εντύπωση με την εμφάνισή του: Φιγουράτη γυναίκα. 2. λουσάτος, φανταχτός, φανταχτερός, χτυπητός: Φιγουράτη γραβάτα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λουσάτος — η, ο [λούσο] 1. ντυμένος με πολυτέλεια, καλλωπισμένος 2. (για πράγματα) κατασκευασμένος ή στολισμένος με πολυτέλεια, φιγουράτος («λουσάτο έπιπλο») …   Dictionary of Greek

  • λουσάτος — η, ο (λ. ιταλ.) 1. (για ανθρώπους), ντυμένος με πολυτέλεια, λουσαρισμένος: Κάνει παρέα μόνο με λουσάτους. 2. (για πράγματα), διακοσμημένος με πολυτέλεια, φιγουράτος: Έχουν λουσάτο σπίτι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φανταχτερός — φανταχτερός, ή, ό και σφανταχτερός, ή, ό επίρρ. ά εκείνος που φαντάζει (βλ. λ.), που χτυπάει στο μάτι, ο ζωηρόχρωμος, ο χτυπητός, ο φαντεζί, ο φιγουράτος: Φανταχτερή γραβάτα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»